- αεραιμία
- Η ύπαρξη στο αίμα ποσότητας ελεύθερων αερίων, η οποία προκαλεί αεροεμβολισμό. Η ποσότητα αζώτου που έχει απορροφηθεί από το αίμα δεν είναι μεγαλύτερη από όση περιέχεται σε ίσο όγκο νερού. Όταν όμως o άνθρωπος βρεθεί σε αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση, όπως όταν βρίσκεται με καταδυτική συσκευή σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα, η ποσότητα του απορροφημένου αζώτου στο αίμα αυξάνει. Όταν η πίεση αυτή ελλατωθεί απότομα, το επιπλέον απορροφημένο άζωτο εκλύεται μέσα στα αιμοφόρα αγγεία με τη μορφή φυσαλίδων, που προκαλούν εμβολές, ιλίγγους και κάποτε θάνατο.
Dictionary of Greek. 2013.